αφικνούμαι

αφικνούμαι
(AM ἀφικνοῡμαι, -έομαι) [ικνούμαι]
1. φθάνω
2. έρχομαι, φθάνω κάπου ή σε κάποιον·|| αρχ.
1. (για πράγματα ή καταστάσεις) απολήγω, καταλήγω, καταντώ
2. (μτφ. για σχέσεις με άλλους) έρχομαι ή φθάνω σε μια ορισμένη σχέση
3. φρ. «ἀφικνοῡμαι ἐπί...» ή «...εἰς πάντα»
α) δοκιμάζω κάθε μέσο, προσπαθώ με κάθε τρόπο
β) «ἀφικνοῡμαι τίνι» — έρχομαι σε κάποιον
γ) «ἀφικνοῡμαι ἐς ἄνδρα» — φθάνω στην ανδρική ηλικία, γίνομαι άνδρας
δ) «ἀφικνοῦμαι ἐς τόξευμα» — φθάνω σε απόσταση βολής τόξου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀφικνοῦμαι — ἀφικνέομαι arrive at pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀφικνέομαι arrive at pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφιξη — η (AM ἄφιξις, Α και ἄπιξις) [αφικνούμαι] ο ερχομός, το να φθάνει κάποιος σ ένα μέρος νεοελλ. η ώρα της άφιξης μεταφορικού μέσου αρχ. 1. επιστροφή 2. ικεσία …   Dictionary of Greek

  • αφίκω — ἀφίκω (Α) [ίκω] αφικνούμαι …   Dictionary of Greek

  • αφικάνω — ἀφικάνω (Α) [ικάνω] (επικός τ. αντί αφικνούμαι) φθάνω κάπου …   Dictionary of Greek

  • εξικάνω — ἐξικάνω (Α) αφικνούμαι, φτάνω πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ικ άν ω «φθάνω» (< ρίζα ικ τού ίκ ω «φθάνω» με παρέκταση αν κατά τα φθάνω, κιχάνω)] …   Dictionary of Greek

  • εφικάνω — διαφ. τ. τού αφικνούμαι («χαλεπὸν δὲ ἐπὶ γῆρας ἱκάνει», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱκάνω «φθάνω»] …   Dictionary of Greek

  • ικνούμαι — ἱκνοῡμαι, έομαι (Α) 1. έρχομαι, φθάνω σε κάτι 2. έρχομαι στο σπίτι κάποιου 3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω, κυριεύω 4. έρχομαι σε κάποιον ως ικέτης, ικετεύω 5. απρόσ. ἱκνεῑται αρμόζει, πρέπει 6. (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως επίθ.) ἱκνούμενον… …   Dictionary of Greek

  • καταφθάνω — και καταφτάνω (AM καταφθάνω, Μ και καταφθάζω και καταφτάνω) νεοελλ. μσν. 1. αφικνούμαι, φθάνω, έρχομαι 2. προλαβαίνω κάποιον που προηγείται, προφταίνω κάποιον 3. φθάνω απροσδόκητα, ξαφνικά 4. φθάνω έγκαιρα αρχ. 1. φθάνω ξαφνικά κάποιον και πέφτω… …   Dictionary of Greek

  • προαφικνούμαι — έομαι, ιων. τ. προαπικνέομαι, Α [ἀφικνοῡμαι] φθάνω πρώτος …   Dictionary of Greek

  • προσαφικνούμαι — έομαι, Α [ἀφικνοῡμαι] 1. φθάνω σε κάποιο μέρος, ιδίως για συνένωση με στρατιωτική δύναμη («προσαφιγμέναι γὰρ ἦσαν καὶ οἴκοθεν ἄλλαι νῆες πέντε καὶ τριάκοντα», Θουκ.) 2. πλησιάζω, προσεγγίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”