- αφικνούμαι
- (AM ἀφικνοῡμαι, -έομαι) [ικνούμαι]1. φθάνω2. έρχομαι, φθάνω κάπου ή σε κάποιον·|| αρχ.1. (για πράγματα ή καταστάσεις) απολήγω, καταλήγω, καταντώ2. (μτφ. για σχέσεις με άλλους) έρχομαι ή φθάνω σε μια ορισμένη σχέση3. φρ. «ἀφικνοῡμαι ἐπί...» ή «...εἰς πάντα»α) δοκιμάζω κάθε μέσο, προσπαθώ με κάθε τρόποβ) «ἀφικνοῡμαι τίνι» — έρχομαι σε κάποιονγ) «ἀφικνοῡμαι ἐς ἄνδρα» — φθάνω στην ανδρική ηλικία, γίνομαι άνδραςδ) «ἀφικνοῦμαι ἐς τόξευμα» — φθάνω σε απόσταση βολής τόξου.
Dictionary of Greek. 2013.